ξεπουπουλιάζω

ξεπουπουλιάζω
ξεπουπούλιασα, ξεπουπουλιάστηκα, ξεπουπουλιασμένος, και ξεπουπουλίζω ξεπουπούλισα, ξεπουπουλίστηκα, ξεπουπουλισμένος
1. μτβ., αφαιρώ, βγάζω τα πούπουλα πτηνού, μαδώ: Ξεπουπούλιασε την κότα.
2. βγάζω τις τρίχες του κεφαλιού κάποιου: Πιάστηκαν από τα μαλλιά και ξεπουπουλιάστηκαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεπουπουλιάζω — ξεπουπουλιάζω, ξεπουπούλιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπουπουλιάζω — 1. αφαιρώ τα φτερά πτηνού, μαδώ 2. (για πρόσ. που καβγαδίζουν) ξεμαλλιάζω 3. (για πτηνό) αρχίζω να αποκτώ φτερά 4. αποσπώ υλικά οφέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πούπουλο] …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεπουπούλιασμα — το [ξεπουπουλιάζω] 1. η αφαίρεση τών φτερών πτηνού, μάδημα 2. ξεμάλλιασμα κατά τον καβγά 3. απόκτηση φτερών 4. οικονομική αφαίμαξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”